λίπος ή λιπώδης ιστός

λίπος ή λιπώδης ιστός
Ένας από τους ιστούς που συνιστούν τον οργανισμό. Διαμοιράζεται στον υποδόριο ιστό και συσσωρεύεται κυρίως σε ορισμένες περιοχές του σώματος, ανάλογα με την ηλικία, το φύλο και την ατομική κατασκευή, ενώ απουσιάζει από άλλες. Συμβάλλει αισθητά στον καθορισμό του σωματικού βάρους. Αποτελεί για τον οργανισμό μέσο μηχανικής προστασίας, γιατί σε περίπτωση τραυματισμού προστατεύει τα υποκείμενα οστά, καθώς και θερμικής προστασίας, επειδή επιβραδύνει την αποβολή της θερμότητας από το σώμα και προφυλάσσει τον οργανισμό από το κρύο του περιβάλλοντος. Το λ. παίζει επίσης σημαντικό ρόλο στις γενικές διαδικασίες του μεταβολισμού και της ανάπτυξης. Αποτελείται από μεγάλα κύτταρα, που ονομάζονται λιποκύτταρα και περιέχουν λιπαρές ουσίες. Αύξηση του αριθμού ή του μεγέθους των λιποκυττάρων που συνιστούν τον λιπώδη ιστό προκαλεί την παχυσαρκία. Η αντιμετώπιση της παχυσαρκίας με τη μέθοδο της λιποαναρρόφησης βασίζεται στην αφαίρεση της περίσσειας των λιποκυττάρων. λιποσάρκωμα. Καρκινικός όγκος του λιπώδους ιστού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λιπώδης — ες (Α λιπώδης, ῶδες) [λίπος] αυτός που έχει πολύ λίπος, λιπαρός, παχύς νεοελλ. 1. αυτός που έχει τις ιδιότητες τού λίπους 2. φρ. α) «λιπώδης ιστός» βιολ. τύπος ερειστικού ιστού που τα συστατικά του στοιχεία, δηλαδή τα λιποκύτταρα, είναι… …   Dictionary of Greek

  • λιπώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η 1. αυτός που είναι γεμάτος λίπος, λιπαρός, παχύς. 2. αυτός που είναι όμοιος με λίπος: Λιπώδης ιστός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περινεφρικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που βρίσκεται γύρω από τους νεφρούς 2. «περινεφρικό λίπος» λιπώδης ιστός που περικλείει τους νεφρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. perinephric (< περι + νεφρός + κατάλ. ικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα …   Dictionary of Greek

  • λίπωμα — Καλοήθες νεόπλασμα που οφείλεται σε υπερπαραγωγή ώριμου λιπώδους ιστού· όταν συνυπάρχει και μη λιπώδης συνδετικός ιστός ονομάζεται ινολίπωμα. Συναντάται συχνά σε ενήλικους ανθρώπους και σπανιότερα σε κατοικίδια ζώα. Μπορεί να περιβάλλεται από… …   Dictionary of Greek

  • μυελός — ο (ΑΜ μυελός) φρ. «μέχρι μυελού οστέων» σε μεγάλο βαθμό, καθ ολοκληρίαν, τελείως, εντελώς («είναι ερωτευμένος μέχρι μυελού οστέων») νεοελλ. φρ. α) «νωτιαίος μυελός ανατ. το τμήμα τού κεντρικού νευρικού συστήματος το οποίο περιέχεται μέσα στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”